-
1 ἀπ-αγορεύω
ἀπ-αγορεύω ( aor. ἀπηγόρευσα Plat. Theaet. 200 d, gew. ἀπεῖπον; perf. ἀπηγόρευκα Luc., gew. ἀπείρηκα; fut. ἀπερῶ), 1) untersagen, verbieten, τινός Stob. Flor. 44, 12; Her. 3, 124; Σκύϑῃσι, μὴ ἐπιβαίνειν 4, 125, u. so öfter mit μή u. inf.; Ar. Ach. 169 Aeschin. 1, 10 Plat. Prot. 334 c; μηδένα βάλλειν Xen. Cyr. 1, 4, 14; so immer bei Dem.; ὅπως μή Plat. Rep. I, 339 a; τί Arist. Pol. 7, 15, 6; τινὶ τὴν στρατείαν, Jem. von dem Feldzuge abreden, Plut. Arat. 35. – 2) entsagen, sich lossagen von etwas, es aufgeben, τῷ κατὰ ϑάλατταν πολέμῳ Plat. Menex. 245 b; πρὸς κρύος Luc. Gymn. 24; πρὸς πόνον Plut. Cor. 3; öfter εἰς στρατείαν, Alex. 47; c. partic., οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων ἀπαγ. Xen. Cyn. 1, 16, nicht mehr im Stande sein, wo es überall übergeht in die Bdtg – 3) intrans., versagen, ermatten, Plat. Theaet. 200 d; ἡ τιμή Rep. VIII, 568 c; ὑπὸ πόνων ἀπαγορεύοντες, durch Anstrengungen erschöpft, Xen. An. 5, 8, 3; oft bei Sp., bes. Luc.; öfter mit partic., ἐσϑίων Saturn. 22. Auch von Sachen, τὰ ἀπαγορεύοντα, das Abgenützte, unbrauchbar Gewordene, Xen. Cyr. 6, 2, 33.
-
2 αλεα
Iκαὴ πρὸς ἀλέαν κακῶς πεφυκώς, καὴ πρὸς κρύος Plut. — плохо переносящий как жару, так и холод
IIион. ἀλέη (ᾰλ) ἥ [ἀλέομαι и ἀλεύω] убегание, спасениеοὐδ΄ ἀ. Hom. — нет спасения;
ἀ. ὑετοῦ Hes. — убежище от дождя -
3 απαγορευω
1) запрещать(τινὰ и τινὴ ποιεῖν Xen. и μέ ποιεῖν τι Her., Arph., Xen., Plat., Aeschin., Arst.; ἀπαγορεύεσθαι νόμῳ τοῦτο πράττειν Diod.)
τὰ ἀπηγορευμένα Arst. — находящееся под запретом2) отговаривать, советовать не делать(τι Her., Plut. и τινί τι Plut.)
3) отказываться, прекращать(τῷ πολέμῳ Plat.)
οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων περὴ ἐκείνου οὐδεὴς ἀπαγορεύει Xen. — никто не может вдоволь ни наговориться ни наслышаться о нем;ἀ. καὴ μέ βοηθεῖν Plat. — отказывать в помощи;οὐκ ἀπαγορεύει θεώμενος Xen. — он не перестает любоваться4) уставать, слабеть, не выдерживать(γήρᾳ, ὑπὸ πόνων Xen.; πρὸς μηδένα τῶν πόνων, εἰς τὰ ὑπολοιπὰ τῆς στρατείας Plut.; πρὸς κρύος Luc.)
τὰ ἀπαγορεύοντα Xen. — вещи, пришедшие в негодность -
4 ἀπαγορεύω
ἀπαγορεύ-ω, mostly in [tense] pres. and [tense] impf. only ( ἀπερῶ being used as [tense] fut. by correct writers, ἀπεῖπον as [tense] aor., ἀπείρηκα as [tense] pf., and ἀπορρηθήσομαι, ἀπερρήθην, ἀπείρημαι as [voice] Pass. [tense] fut., [tense] aor., and [tense] pf.): [tense] aor.Aἀπηγόρευσα Pl.Tht. 200d
(v.l.), D.40.44, 55.4, freq. in later writers: [tense] pf.ἀπηγόρευκα Arist.Phgn. 808a11
, Plu.2.1096f, etc.; Arist. (v. infr.) has [tense] pf. [voice] Pass. ἀπηγορευμένος:—forbid,μὴ ποιεῖν τι Hdt.1.183
, 3.51, Ar.Ach. 169, etc.;ἀ. τινὶ μὴ ποιεῖν Hdt.4.125
, Pl.Prt. 334c, al.;ἀ. μηδένα βάλλειν X.Cyr.1.4.14
;τινὶ ποιεῖν τι D.S.20.18
;ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ.. ἀποκρινοίμην Pl.R. 339a
;τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος ἐάν τις.. Lys.9.6
;ἀ. τι Id.10.6
;περὶ ὧν ὁ νόμος ἀ. μὴ κινῶσιν Arist.Pol. 1298a38
; τὰ ἀπηγορευμένα things forbidden, ib. 1336b9, cf. S.E.P.1.152.II intr., bid farewell to, c. dat., ἀ. τῷ πολέμῳ give up, renounce war, Pl. Mx. 245b: c. acc., τὴν ἀγκιστρείαν Aristanet.1.17; lose,στρώματα εἰς τὴν βαφήν Eun.VSp.487
B.: c. part., give up doing,οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων ἀ. X.Cyn.1.16
: also, grow weary of,ἀ. θεώμενος Id.Eq. 11.9
: abs., give up, flag, fail, Pl.R. 368c, 568d, Tht. 200d (answering to ἀπεροῦμεν above); ἀ. γήρᾳ by old age, X.Eq.Mag.1.2; ἀ. ὑπὸ πόνων to be exhausted by.., Id.An.5.8.3;ταχὺ ἀ. οἱ ἵπποι Arist.IA 712a32
;ἀ. πρὸς στρατείαν Plu.Cor.13
;πρὸς κρύος Luc.Anach.24
, cf. Eun.Hist. p.272 D.: also of things, worn out and useless,X.
Cyr.6.2.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγορεύω
-
5 θάλπος
θάλπος, τό, Wärme, Hitze; μεσημβρινοῖσι ϑάλπεσιν τοῖς ἡλίου, die Mittagsgluth, Aesch. Spt. 428; Ggstz χειμών, Ag. 551; ϑάλπος ἐν χειμῶνι σημαίνεις μολών 943; οὐ ϑάλπος ϑεοῦ οὐδ' ὄμβρος Soph. Trach. 144; πρὸς ϑάλπος ἡλίου Eur. Cycl. 540; μεσημερινόν Ar. Av. 1096; ϑάλπος ἄκαιρον ἢ κρύος Plat. Ax. 366 d; der plur. ist in Prosa sehr gew.; Ggstz ψύχη – ϑάλπη Xen. Cyr. 1, 2, 11, ῥίγη καὶ ϑάλπη Oec. 7, 23; Sp. Uebertr., τῶν (τοξευμάτων) σὺ ϑάλπος οὐχ ὑπ ex εκδραμεῖ, der brennende Schmerz, den meine Worte dir verursachten, Soph. Ant. 1073; sp. D. bes. von Liebesgluth, Ep. ad. 3 (XII, 11); μαλερόν Archi. 5 (VI, 207).
См. также в других словарях:
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
κρυόμπλαστρο — το 1. κρύο έμπλαστρο 2. μτφ. άτομο που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, κρύος, αντιπαθητικός, ανιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + έμπλαστρο] … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρυαναισθησία — Ψύξη ενός μέρους του σώματος για τη νέκρωσή του, με σκοπό την αποφυγή του πόνου στη διάρκεια μικροεπεμβάσεων. * * * η αναισθησία προς το ψύχος που παρατηρείται σε μερικά νευροπαθή άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + αναισθησία] … Dictionary of Greek
κρυοεδαφολογία — η κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών αποτελεσμάτων που έχει η παγετική δράση καθώς και με τη μελέτη τού μόνιμα παγωμένου εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. cryopedology… … Dictionary of Greek
κρυοσφαιρίνη — η σφαιρίνη που υφίσταται καθίζηση υπό την επίδραση τού ψύχους και συντελεί σε διάφορες παθολογικές εκδηλώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cryoglobuline < cry(o) (< κρύος, τὸ) +… … Dictionary of Greek
κρυοφθορισμός — ο φυσ. η εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας από ορισμένα σώματα, όπως είναι η αλκοόλη και ο διθειάνθρακας, όταν αυτά ψυχθούν στη θερμοκρασία τού υγροποιημένου αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
κρύο — το (Μ κρύο) ψύχρα, ψύχος νεοελλ. φρ. α) «άρπαξα κρύο» ασθένησα λόγω κρυολογήματος, κρυολόγησα β) «έμεινε στα κρύα τού λουτρού i) εξαπατήθηκε ii) απέτυχε, ιδίως ερωτικά iii) εγκαταλείφθηκε χωρίς να ειδοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρύος (τὸ)… … Dictionary of Greek